- νερομολόχα
- ηκοινή ονομασία είδους τού φυτού αλθαία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριομαλάχη — (I) ἀγριομαλάχη, η (Μ) η αγριομολόχα*. (II) ἀγριομαλάχη, η (Α) το είδος Althaea officinalis, γνωστό με τις κοινές ονομασίες νερομολόχα, βίσκος … Dictionary of Greek
νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… … Dictionary of Greek
αλθαία — (althaea).Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά ποώδη, μονοετή ή πολυετή φυτά της οικογένειας των μαλβιδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Είναι συγγενικά με τη μολόχα, από την οποία διακρίνονται δύσκολα. Τα φύλλα τους είναι παλαμοειδή, χνουδωτά, με … Dictionary of Greek